πολεμηδόκος

πολεμηδόκος
πολεμηδόκος, [dialect] Aeol. and [dialect] Dor. [full] πολεμᾱδόκος, ον,
A war-sustaining, epith. of Pallas, Alc.9 (prob.), Lamprocl. 1, Phryn.Com.72, IGRom. 4.360.14 (Pergam.); ; also

π. ὅπλα Pi.P.10.13

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πολεμηδόκος — war sustaining masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμηδόκος — δωρ. τ. πολεμαδόκος, ον, Α 1. αυτός που δέχεται και υποστηρίζει τον πόλεμο, φιλοπόλεμος 2. (για όπλο) αυτός που χρησιμεύει για τη διεξαγωγή τού πολέμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + συνδετικό φωνήεν η για μετρικούς λόγους + δόκος (< δέκομαι /… …   Dictionary of Greek

  • πολεμηδόκῳ — πολεμηδόκος war sustaining masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμαδόκος — ον, Α (δωρ. τ.) βλ. πολεμηδόκος …   Dictionary of Greek

  • πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… …   Dictionary of Greek

  • πολεμαδόκε — πολεμᾱδόκε , πολεμηδόκος war sustaining masc/fem voc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμαδόκοις — πολεμᾱδόκοις , πολεμηδόκος war sustaining masc/fem dat pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμαδόκον — πολεμᾱδόκον , πολεμηδόκος war sustaining masc/fem acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”